- ολοσφύρατος
- ὁλοσφύρατος, -ον (Α)(δωρ. τ.) βλ. ολοσφύρητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁλοσφύρατον — ὁλοσφύ̱ρατον , ὁλοσφύρατος made of solid beaten metal masc/fem acc sg ὁλοσφύ̱ρατον , ὁλοσφύρατος made of solid beaten metal neut nom/voc/acc sg ὁλοσφύ̱ρᾱτον , ὁλοσφύρητος made of solid beaten metal masc/fem acc sg (doric) ὁλοσφύ̱ρᾱτον ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολοσφύρητος — ὁλοσφύρητος, δωρ. τ. ὁλοσφύρατος, ον (Α) (για μεταλλική κατασκευή) ο κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από σφυρήλατο μέταλλο («ὡς σκεῡος χρυσίου ὁλοσφύρητον», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + σφῦρα, μέσω ενός αμάρτυρου *ὁλοσφυρώ] … Dictionary of Greek
ὁλοσφύρατοι — ὁλοσφύ̱ρατοι , ὁλοσφύρατος made of solid beaten metal masc/fem nom/voc pl ὁλοσφύ̱ρᾱτοι , ὁλοσφύρητος made of solid beaten metal masc/fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)